- ανακατανέμω
- μετ. перераспределять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακατανέμω — κατανέμω εκ νέου, ενεργώ ανακατανομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κατανέμω. ΠΑΡ. ανακατανομή] … Dictionary of Greek
ανακατανομή — η [ανακατανέμω] η εκ νέου κατανομή, η νέα, δικαιότερη κατανομή (ωφελημάτων ή υποχρεώσεων) … Dictionary of Greek